βαρύνω

βαρύνω
(AM βαρύνω) [βαρύς]
τονίζω με βαρεία
νεοελλ.
φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» — έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.)
μσν.
Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ
2. χτυπάω
3. έχω βάρος, είμαι βαρύς
II.(-ομαι)
1. ασκώ πίεση με το βάρος μου
2. υφίσταμαι βάρος, επιφορτίζομαι
3. γίνομαι βαρύς, εξασθενώ
4. δυσφορώ, δυσανασχετώ
5. οργίζομαι
6. βαριέμαι κάτι, δεν μου αρέσει κάτι
αρχ.-μσν.
1. πιέζω με το βάρος μου
2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ
3. επιδεινώνω
αρχ.
Ι. 1. κάνω σκληρότερο κάτι
2. αισθάνομαι βάρος, νιώθω βαρύ κάτι
II. (-ομαι)
πιέζομαι, θλίβομαι από κάτι
2. υποχωρώ, δελεάζομαι
3. φρ. «βαρύνομαι» ή «βαρύνομαι την γαστέρα» ή «βαρύνομαι τόκοις» — είμαι έγκυος
4. «ἐβαρύνθη ἡ καρδία μου» — σκλήρυνε η καρδιά μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαρύνω — βαρύνω, βάρυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βαρύνω : η σημασία του, σε σχέση με το βαραίνω, έχει περιοριστεί κυρίως στο → έχω βαρύτητα, σπουδαιότητα, ενώ συνηθισμένη είναι η χρησιμοποίηση του ρήματος με την έννοια → αποτελώ στοιχείο εις βάρος κάποιου… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαρυνῶ — βαρύνω weigh down fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύνω — βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres ind act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύνω — βλ. βαραίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βεβάρυνται — βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd sg βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd pl (epic ionic) βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυνεῖ — βαρύνω weigh down fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βαρύνω weigh down fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυνθέντα — βαρύνω weigh down aor part pass neut nom/voc/acc pl βαρύνω weigh down aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυνουσῶν — βαρύνω weigh down fut part act fem gen pl (attic epic doric) βαρῡνουσῶν , βαρύνω weigh down pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυνοίμην — βαρύνω weigh down fut opt mid 1st sg (attic epic doric) βαρῡνοίμην , βαρύνω weigh down pres opt mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυνούσαις — βαρύνω weigh down fut part act fem dat pl (attic epic doric) βαρῡνούσαις , βαρύνω weigh down pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”