- βαρύνω
- (AM βαρύνω) [βαρύς]τονίζω με βαρείανεοελλ.φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» — έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.)μσν.Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ2. χτυπάω3. έχω βάρος, είμαι βαρύςII.(-ομαι)1. ασκώ πίεση με το βάρος μου2. υφίσταμαι βάρος, επιφορτίζομαι3. γίνομαι βαρύς, εξασθενώ4. δυσφορώ, δυσανασχετώ5. οργίζομαι6. βαριέμαι κάτι, δεν μου αρέσει κάτιαρχ.-μσν.1. πιέζω με το βάρος μου2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ3. επιδεινώνωαρχ.Ι. 1. κάνω σκληρότερο κάτι2. αισθάνομαι βάρος, νιώθω βαρύ κάτιII. (-ομαι)πιέζομαι, θλίβομαι από κάτι2. υποχωρώ, δελεάζομαι3. φρ. «βαρύνομαι» ή «βαρύνομαι την γαστέρα» ή «βαρύνομαι τόκοις» — είμαι έγκυος4. «ἐβαρύνθη ἡ καρδία μου» — σκλήρυνε η καρδιά μου.
Dictionary of Greek. 2013.